Menu

Maria Tallchief: «Έφυγε» το αστέρι του μπαλέτου και πηγή έμπνευσης του Balanchine

  • Κατηγορία Νέα

Η Maria Tallchief, μια μπαλαρίνα που μαγνήτιζε το κοινό με το πάθος και την τεχνική αρτιότητα της πέθανε στις 11 Απριλίου σε ηλικία 88 ετών. Η Tallchief διέγραψε μία πρωτοποριακή καριέρα και ξεκινώντας από την Οκλαχόμα έγινε μια παγκοσμίου φήμης μπαλαρίνα που αποτέλεσε βασική πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης για τον διάσημο χορογράφο George Balanchine, ο οποίος υπήρξε και πρώτος σύζυγος της.

«Έφυγε» σ’ ένα νοσοκομείο στο Σικάγο λόγω επιπλοκών από ένα σπασμένο ισχίο, όπως δήλωσε ο Kenneth von Heidecke, χορογράφος και ιδρυτής του Chicago Festival Ballet.

Tallchief – γεννημένη ως Elizabeth Marie Tall Chief - ήταν Αμερικανικής Ινδιάνικης και Ιρλανδικής-Σκωτσέζικης καταγωγής. Σημείωσε μια λαμπρή καριέρα το διάστημα 1940 - 1960 ως μπαλαρίνα του New York City Ballet, συνέβαλλε στην διάλυση των εθνικών εμποδίων στον κόσμο του χορού και ήταν ένα από τα πρώτα Αμερικανικής καταγωγής αστέρια του μπαλέτου που διέπρεψε σε έναν χώρο όπου κυριαρχούσαν οι Ρώσοι και οι Ευρωπαίοι χορευτές.

Μετά τη συνταξιοδότησή της το 1965, εγκαταστάθηκε στο Σικάγο και δίδαξε στο Chicago Lyric Opera Ballet ενώ ταυτόχρονα ίδρυσε το Chicago City Ballet.

Από την αρχή της καριέρας της, ο χορός της χαρακτηριζόταν από ακρίβεια στις κινήσεις των ποδιών και έναν αθλητισμό που θάμπωνε το κοινό χωρίς κάτι να είναι υπερβολικό. Το αριστοκρατικό στυλ και η χάρη της κέρδισε πολλούς θαυμαστές και απέσπασε την προσοχή του Balanchine, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από μουσικότητα της.

Ο Balanchine έφερε επανάσταση στο μπαλέτο δημιουργώντας κομψά, βελτιωμένα έργα που απαιτούσαν αθλητισμό, ταχύτητα και απότομες κινήσεις, χαρακτηριστικά τα οποία καμία άλλη χορογραφία δεν είχε μέχρι τότε. «Πάντα πίστευα ότι ο Balanchine ήταν ανώτερος από ένα μουσικό ακόμα και από ένα χορογράφο και ίσως γι 'αυτό εκείνος και έχω συνδεθήκαμε» είχε δηλώσει η Tallchief στην Washington Post.

Επίσης ο Balanchine περιέπλεκε την προσωπική με την επαγγελματική του ζωή. Συνήθως όταν καθήλωνε το βλέμμα του σε μία γυναίκα, την καθιστούσε καλλιτεχνική του εμμονή και ρομαντική σύντροφο και τελικά την εγκατέλειπε όταν διέκρινε ένα νέο ταλέντο. Η Tallchief έγινε μέρος αυτού του προτύπου και παντρεύτηκε με τον Balanchine  το 1946 όταν εκείνη ήταν 21 ετών ενώ ο ρωσικής καταγωγής χορογράφος ήταν 42 ετών. Ήταν ο τρίτος γάμος του Balanchine.

Το επόμενο έτος η Tallchief συνόδευσε τον σύζυγό της στο Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού, όπου είχαν καλέσει τον Balanchineως guestχορογράφο. Έτσι η Tallchief έγινε η πρώτη Αμερικανίδα που χόρεψε με το συγκεκριμένο συγκρότημα. Εκεί δεν έγινε θερμά δεκτή από τα μέλη της εταιρείας, αλλά κέρδισε εύκολα το γαλλικό κοινό. 

Η Tallchief χόρεψε τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στα μπαλέτα του Balanchine: «The Firebird» (1949), «Swan Lake» (1951), «Symphony in C» «Orpheus» και «Scotch Symphony». Η γεμάτη δεξιοτεχνία εκτέλεση αυτών των ρόλων από την Tallchief  συνέβαλε στο να καθιερωθεί ο Balanchine ως ο πιο σημαντικός και ισχυρός χορογράφος της εποχής.

Ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς ρόλους της ήταν η Sugar Plum Fairy (Ζαχαρένια Νεράιδα) στην παραγωγή του μπαλέτου «The Nutcracker» από τον Balanchineτο 1954. Αρχικά θεωρήθηκε ένα σκοτεινό μπαλέτο. Έτσι ο Balanchine το ανανέωσε με διάφορους τρόπους, κυρίως με την προσθήκη πολλών παιδιών στο καστ, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών ρόλων της Marie και του Πρίγκιπα Nutcracker. Η επιβλητική απόδοση της Tallchief μετέτρεψε την παράσταση σε ένα διάσημο Αμερικανικό μπαλέτο που καθιερώθηκε να παρουσιάζεται πάντα περίοδο των Χριστουγέννων.

Η Elizabeth Marie Tall Chief γεννήθηκε 24 Ιανουαρίου 1925, στο Fairfax της Οκλαχόμα. Μεγάλωσε ως μέλος του Έθνους Osage και η οικογένεια της άκμασε από τα δικαιώματα πετρελαίου που λάμβανε από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Ο πλούτος τους ήταν αρκετά μεγάλος και ο πατέρας της Tallchief δεν είχε ποτέ μια δουλειά στη ζωή του.

Η μητέρα Tallchief, η πρώην Ruth Porter, είχε ονειρευτεί να γίνει ηθοποιός, αλλά όταν ήταν νέα δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει οικονομικά τα μαθήματα χορού ή μουσικής. Αποφασισμένη να κάνει τις κόρες της αστέρια, έγραψε την  Tallchief στα μαθήματα χορού σε ηλικία 3 ετών. Η άλλη κόρη της Ruth Porter, η Marjorie, έγινε επίσης επαγγελματίας μπαλαρίνα.

Η Tallchief και η αδελφή της σπούδασαν χορό με τον David Lichine, έναν μαθητή της διάσημης Ρωσίδας μπαλαρίνας Anna Pavlova καθώς και με την Bronislava Nijinska, τη αδελφή του διάσημου χορευτή Vaslav Nijinsky. Μετά την συνάντηση της με την Nijinska για πρώτη φορά, η Tallchief  σημείωσε ότι «ήταν μια προσωποποίηση του ότι σχετίζεται με το μπαλέτο. Την κοίταξα και ήξερα ότι αυτό ήταν αυτό που ήθελα να κάνω», είχε δηλώσει στην τηλεόραση του CNN στον παρουσιαστή Larry King.

Μετά την αποφοίτησή της από το Beverly Hills High School το 1942, η Tallchief εντάχθηκε στο Ballet Russe de Monte Carlo, ένα συγκρότημα που περιελάμβανε ορισμένους καλλιτέχνες από το πρώην συγκρότημα Ballets Russes, το οποίο είχε πρόσφατα διαλυθεί μετά το θάνατο του διευθυντή του Sergei Diaghilev. Ο Balanchine συνεργαζόταν επίσης με το Ballet Russe.

Στο Ballet Russe, υπήρχε ένταση μεταξύ των Αμερικανών και Ρώσων χορευτών. Η Tallchief έγραψε ότι έγινε ο μεγαλύτερος στόχος της δυσαρέσκειας των Ρώσων όταν ο διάσημος  χορογράφος την επέλεξε για να χορέψει πρωταγωνιστικό ρόλο. 

Το 1944 ο Balanchine έγινε ένας από τους ηγέτες και προπονητές του Ballet Russe, μια κίνηση που αποδείχθηκε ότι αποτέλεσε ένα σημαντικό σημείο καμπής στην καριέρα της Tallchief. Από την αρχή είχε εντυπωσιαστεί από τον Balanchine και τις χορογραφίες του.

Για την πρώτη φορά που χόρεψε σε ένα από τα έργα του, η Tallchief έγραψε στην αυτοβιογραφία της: «Όταν είδα το τι είχε κάνει, έμεινα έκπληκτη. Όλα φαίνονταν τόσο απλά και τέλεια: Ένα εντυπωσιακό μπαλέτο καθήλωσε το βλέμμα μου. Η μουσικότητα αυτού του άνδρα ήταν μαγική».

Σύντομα το ζευγάρι παντρεύτηκε και επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1947 μετά την περιοδεία στην Ευρώπη. Ο Balanchine ξεκίνησε εστιάζοντας την προσοχή του στο Ballet Society, μια ομάδα που ίδρυσε και σύντομα εξελίχθηκε στο σημερινό New York City Ballet. Η Tallchief έγινε διάσημη μετά το ντεμπούτο της το 1949 στο μπαλέτο «The Firebird».

Παρά την επαγγελματική της επιτυχία, η Tallchief είπε ο γάμος της με τον Balanchine άρχισε να παρουσιάζει δυσκολίες. Ο Balanchine δεν συμμεριζόταν την επιθυμία της να κάνει παιδιά και έτσι άρχισαν και οι δύο να αισθάνονται έλξη για άλλους ανθρώπους. Ο γάμος τους διαλύθηκε το 1952, αλλά η Tallchief παρέμεινε στο New York City Ballet μέχρι τη συνταξιοδότησή της.

Εκτός από την συνεργασία της με το New York City Ballet, η Tallchief χόρεψε και σε τηλεοπτικά προγράμματα όπως στο «The Ed Sullivan Show» και στο μιούζικαλ «Million Dollar Mermaid» το 1952 όπου έπαιξε τη διάσημη Ρωσίδα μπαλαρίνα Anna Pavlova και στο οποίο πρωταγωνιστούσε η Esther Williams. Το 1960 η Tallchief χόρεψε στη Ρωσία με παρτενέρ τον Δανό διάσημο χορευτή Erik Bruhn. Έτσι έγινε η πρώτη Αμερικανίδα χορεύτρια που εμφανίστηκε στο Θέατρο Bolshoi της Μόσχας.

Μετά το χωρισμό της με τον Balanchine, η Tallchief παντρεύτηκε τον Elmourza Natirboff, έναν πιλότο που δούλευε σε ιδιωτική αεροπορική εταιρεία charter, αλλά χώρισαν μετά από δύο χρόνια. Το 1956 παντρεύτηκε τον Henry D. Paschen Jr., έναν ανώτερο υπάλληλο σε μια κατασκευαστική εταιρεία στο Σικάγο. Ο Henry D. Paschen Jr. πέθανε το 2004.

Η Tallchief απέκτησε μια κόρη από τον τρίτο της γάμο, την Elise Paschen, η οποία είναι ποιήτρια στο Σικάγο. Επίσης η αδελφή της, η Marjorie Tallchief, η οποία είχε μια αξιόλογη καριέρα μπαλαρίνα συνεργαζόμενη με το American Ballet Theatre και το Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού, τώρα ζει στο Delray Beach, Fla. και έχει δύο εγγόνια.

Παρά την απόσυρση της από τη σκηνή, η Maria Tallchief συνέχισε να ασχολείται με το χορό. Ίδρυσε τη Σχολή της Λυρικής Όπερας (School of the Lyric Opera) το 1974 στο Σικάγο, όπου δίδαξε την τεχνική Balanchine. Επίσης δημιούργησε το Chicago City Ballet το 1980, το οποίο αργότερα κατέρρευσε σε λιγότερο από μια δεκαετία.

Αναφερόμενη στην μακρόχρονη καριέρα της με τον Balanchine και τους βασικούς ρόλους που χόρεψε σε μερικά από τα πιο αγαπημένα της μπαλέτα, είπε κάποτε χαρακτηριστικά σε μια συνέντευξή της: «Βρισκόμουν στη μέση της μαγείας, με την παρουσία μιας ιδιοφυΐας. Και δόξα τω Θεώ το ήξερα.»

Πηγή πληροφοριών: washingtonpost.com

Πηγή εικόνας: scanvine.com

επιστροφή στην κορυφή