Menu

Royal Ballet: Η ιστορία του Βασιλικού Μπαλέτου της Αγγλίας

Το Royal Ballet (Βασιλικό Μπαλέτο) είναι μια διεθνούς φήμης εταιρεία κλασικού μπαλέτου που εδρεύει στο Royal Opera House στο Covent Garden του Λονδίνου. Όντας η μεγαλύτερη από τις τέσσερις σπουδαιότερες εταιρείες μπαλέτου της Μεγάλης Βρετανίας, το Royal Ballet ιδρύθηκε από την Dame Ninette de Valois το 1931, έγινε η μόνιμη εταιρεία μπαλέτου του Royal Opera House το 1946, τιμήθηκε με royal charter το 1956 και αναγνωρίστηκε ως η κορυφαία εθνική εταιρεία μπαλέτου της Βρετανίας.

Αποτέλεσε ένα από τα σπουδαιότερα συγκροτήματα μπαλέτου του 20ου αιώνα και συνεχίζει μέχρι σήμερα να είναι μια από τις διασημότερες επιχειρήσεις μπαλέτου στον κόσμο. Το συγκρότημα απαρτίζεται από 100 χορευτές και οι εγκαταστάσεις του βρίσκονται εντός του Royal Opera House. Η επίσημη σχολή χορού με την οποία συνεργάζεται είναι το Royal Ballet School. Επίσης έχει μια αδελφική εταιρεία το Birmingham Royal Ballet, ένα συγκρότημα που λειτουργεί ανεξάρτητα. Η απόλυτη πρίμα μπαλαρίνα του Royal Ballet ήταν η γνωστή Dame Margot Fonteyn.

Ιστορία

Το 1926 η ιρλανδικής καταγωγής χορεύτρια Ninette de Valois ίδρυσε την Ακαδημία Χορογραφικής Τέχνης, μια σχολή χορού για κορίτσια. Στόχος της ήταν να σχηματίσει ένα συγκρότημα μπαλέτου ρεπερτορίου και μια σχολή χορού γεγονός και στη συνέχεια να συνεργαστεί με την Αγγλίδα θεατρική παραγωγό και ιδιοκτήτρια θεάτρου Lilian Baylis. Στη Baylis ανήκαν τα θέατρα Old Vic και Sadler’s Wells και το 1925 έδωσε τη δυνατότητα στην de Valois να παρουσιάσει παραστάσεις χορού στις σκηνές αυτές.

Το Sadler’s Wells άνοιξε εκ νέου το 1931 και τα Vic-Wells Ballet και Vic-Wells Ballet Schoοl ίδρυσαν τις εγκαταστάσεις τους στο θέατρο. Τα μπαλέτα αυτά αποτέλεσαν τους προκατόχους των σημερινών Royal Ballet, Birmingham Royal Ballet και Royal Ballet School. Πριν την επιστροφή της στη Βρετανία, η Ninette de Valois ήταν μέλος του συγκροτήματος Ballets Russes, ενός από τα σημαντικότερα και διασημότερα συγκροτήματα μπαλέτου του 20ου αιώνα. Το 1929 η εταιρεία Ballets Russes διαλύθηκε μετά το θάνατο του ιδρυτή της Serge Diaghilev. Όταν η de Valois σχημάτισε το VIC-Wells Ballet, προσέλαβε σ’ αυτό κάποια πρώην αστέρια από τα Ρώσικα Μπαλέτα όπως η Alicia Markova, ο Anton Dolin, οι οποίοι εντάχθηκαν στο θίασο ως principal (κορυφαίοι) χορευτές και η Tamara Karsavina, η οποία δούλεψε ως σύμβουλος της εταιρείας. Ο Ιδρυτής Μουσικός Διευθυντής της εταιρείας ήταν ο μαέστρος και συνθέτης Constant Lambert, ο οποίος ασκούσε καλλιτεχνική και μουσική επιρροή κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών λειτουργίας της εταιρείας.

Μετά την αποσύνδεση της από το θέατρο Old Vic, το 1939 η εταιρεία μετονομάστηκε σε Sadler’s Wells Ballet και η σχολή χορού σε Sadler’s Wells School. Τόσο ο θίασος μπαλέτου όσο και η σχολή χορού Sadler’s Wells συνέχισαν να λειτουργούν στις εγκαταστάσεις του θεάτρου Sadler’s Wells μέχρι το 1946, ώσπου η εταιρεία κλήθηκε να γίνει μόνιμη εταιρεία μπαλέτου του Royal Opera House όταν εκ νέου άνοιξε στο Covent Garden του Λονδίνου, κάτω από τη διεύθυνση του David Webster. Έτσι η εταιρεία έλαβε νέα μορφή με τη μεταφορά της στο Royal Opera House και παρουσίασε την πρώτη της παραγωγή που ήταν το μπαλέτο «The Sleeping Beauty».

Έτσι μετά τη μετεγκατάσταση της εταιρείας, η σχολή χορού μεταφέρθηκε σε δικές της εγκαταστάσεις το 1947. Παράλληλα ιδρύθηκε μια αδελφική εταιρεία που θα συνέχιζε τις παραστάσεις στο Sadler’s Wells, η οποία ονομάστηκε Sadler’s Wells Theatre Ballet, υπό την διεύθυνση του John Field. To 1955, η αδελφική εταιρεία διέκοψε προσωρινά τη σύνδεση της με το Sadler’s Wells και επέστρεψε στο Royal Opera House περιοδεύοντας ως ομάδα της κύριας επιχείρησης.

Το Sadler’s Wells Royal Ballet επέστρεψε στο θέατρο Sadler’s Wells το 1970, περιοδεύοντας ταυτόχρονα στη χώρα. Όμως το 1987, η εταιρεία κλήθηκε γίνει μόνιμη εταιρεία μπαλέτου στο Birmingham Hippodrome. Έτσι μεταφέρθηκε στο Birmingham το 1990 και μετονομάστηκε σε Birmingham Royal Ballet παύοντας να αποτελεί τμήμα του Royal Ballet το 1997. Το Birmingham Royal Ballet, με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Sir Peter Wright, διατηρεί στενές σχέσεις τόσο με το Royal Ballet όσο και με το Royal Ballet School, αν και τώρα έχει τη δική του σχολή μπαλέτου τη γνωστή ως Elmhurst School of Dance.

Το 1956 οι δύο εταιρείες μπαλέτου και η σχολή χορού έλαβαν την τιμητική διάκριση Royal Charter και αργότερα μετονομάστηκαν σε Sadler’s Wells Royal Ballet και το Royal Ballet School.

Το Sadler’s Wells Royal Ballet επέστρεψε στο Θέατρο Sadler's Wells το 1970, ενώ παράλληλα συνέχιζε να περιοδεύσει στη χώρα. Ωστόσο το 1987 η εταιρεία κλήθηκε να γίνει η βασική εταιρία μπαλέτου στο Birmingham Hippodrome. Έτσι το 1990 μεταφέρθηκε στο Μπέρμιγχαμ και μετονομάστηκε σε Birmingham Royal Ballet. Μάλιστα το 1997 έπαψε να είναι πλέον μέρος του Royal Ballet και έγινε ανεξάρτητος θίασος από το Royal Opera House με Καλλιτεχνικό Διευθυντή τον Sir Peter Wright. Αξιοσημείωτο είναι ότι το Birmingham Royal Ballet διατηρεί στενές σχέσεις τόσο με το Royal Ballet όσο και με το Royal Ballet School, αν και έχει πλέον τη δική του σχολή μπαλέτου τη γνωστή ως Elmhurst School for Dance.

Το 1964 το Royal Ballet ήταν γνωστό ως «Ballet for All» υπό τη διεύθυνση του Peter Brinson. Το χρονικό διάστημα 1964 - 1979 το «Ballet for All» περιόδευσε σε όλη τη χώρα παρουσιάζοντας 150 παραστάσεις ετησίως.

Σήμερα το Royal Ballet αποτελεί μόνιμη εταιρεία μπαλέτου του Royal Opera House. Πραγματοποιεί τις δικές του περιοδείες παγκοσμίως και συνεχίζει να είναι η μητρική εταιρεία της σχολής Royal Ballet School, η οποία στεγάζεται πλέον στη White Lodge, στο Richmond Park διαθέτοντας και εγκαταστάσεις δίπλα στο Floral Street, οι οποίες έχουν άμεση πρόσβαση στο Royal Opera House.

Sergeyev

Κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών λειτουργίας του, το Sadler’s Wells Ballet επρόκειτο να γίνει μια από τις πρώτες εταιρείες μπαλέτου εκτός Σοβιετικής Ένωσης που θα παρουσίαζε ολοκληρωμένες παραγωγές μπαλέτων των Marius Petipa και Lev Ivanov. Να σημειωθεί ότι οι παραγωγές αυτές βρίσκονταν στο επίκεντρο του ρεπερτορίου του Αυτοκρατορικού Ρωσικού Μπαλέτου (Imperial Russian Ballet). Για το ανέβασμα των μπαλέτων αυτών στη σκηνή με το συγκρότημα της, η de Valois συνεργάστηκε με τον Nicholas Sergeyev, τον πρώην μάνατζερ του Imperial Russian Ballet. Έτσι ανέβασε παραγωγές μπαλέτων όπως: «Η Ωραία Κοιμωμένη» του Petipa, «Η Λίμνη των κύκνων» και «Ο Καρυοθραύστης» των Petipa και Ivanov, «Κοπέλια» των Petipa και Cecchetti, «Ζιζέλ» του Petipa. Σήμερα το Royal Ballet βασίζεται στην παραγωγή του Sir Peter Wright του 1984 για να παρουσιάσει το μπαλέτο «Καρυοθραύστης», στην οποία εντοπίζονται και κάποια στοιχεία από τη δουλειά του Sergeyev. Οι αναβιώσεις αυτών των μπαλέτων από τον Sergeyev στο Λονδίνο θεωρούνται ως ο θεμέλιος λίθος του παραδοσιακού ρεπερτορίου κλασικού μπαλέτου. Επίσης η συνεισφορά του Sergeyev θεωρείται ύψιστης σημασίας για τη δημοτικότητα του μπαλέτου σε παγκόσμια κλίμακα. Όλα τα σωζόμενα στοιχεία της δουλειάς του Sergeyev συμπεριλαμβάνονται στη Συλλογή Sergeyev (Sergeyev Collection), η οποία αποτελεί τμήμα της συλλογής θεάτρου του Harvard University Library.

Prima Ballerina Assoluta

Το Royal Ballet είναι ένα από τα λίγα συγκροτήματα μπαλέτου στον κόσμο που έχουν ανεβάσει παραστάσεις με τρεις μπαλαρίνες που έχουν λάβει τον τίτλο της «Απόλυτης Πρίμα Μπαλαρίνας» κατά τα δύο πρώτα του 20ου αιώνα, έχοντας εκπαιδευτεί στη Βασιλική Σχολή Χορού. Η πρώτη μπαλαρίνα ήταν η Dame Alicia Markova, η οποία είχε ως μέντορα την Ninette de Valois και ως μέλος των Ρώσικων Μπαλέτων του Serge Diaghilev κλήθηκε να γίνει μια από τις πρώτες μπαλαρίνες κατά την ίδρυση του Royal Ballet. Αρχικά έλαβε τον τίτλο της Πρίμα Μπαλαρίνας της εταιρείας και αργότερα ονομάστηκε Απόλυτη Πρίμα Μπαλαρίνα. Η Margot Fonteyn έκανε καριέρα ως μπαλαρίνα συνεργαζόμενη με την εταιρεία και έλαβε τον τίτλο της Απόλυτης Πρίμα Μπαλαρίνας από την Βασίλισσα Ελισάβετ Β’. Επίσης η Alessandra Ferri ξεκίνησε την καριέρα της με το Royal Ballet και αργότερα ονομάστηκε Απόλυτη Πρίμα Μπαλαρίνα του θεάτρου της Σκάλας του Μιλάνου (La Scala Ballet). Επίσης σε παραστάσεις του Royal Ballet συμμετείχε ο κορυφαίος χορευτής Roberto Bolle, ο οποίος σε πολλή νεαρή ηλικία έλαβε τον τίτλο Etoile (Αστέρι) από το La Scala Ballet, ένας τίτλος που χρησιμοποιείται και από το Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού.

Sir Frederick Ashton

Ο Sir Frederick Ashton ήταν ο ιδρυτής χορογράφος του Royal Ballet. Νωρίτερα ήταν χορευτής στο Rambert Ballet και ξεκίνησε την καριέρα του ως χορογράφος υπό τη διεύθυνση της Dame Marie Rambert πριν την ένταξη του στο Βασιλικό Μπαλέτο στη θέση του συνεργάτη χορογράφου κατά την ίδρυση της εταιρείας το 1931. Δημιούργησε την πλειοψηφία των πρώτων μπαλέτων του συγκροτήματος και ανέβασε την πρώτη του παράσταση στο Royal Opera House το 1946, την παραγωγή του μπαλέτου «The Sleeping Beauty». Ο Sir Frederick Ashton διορίστηκε καλλιτεχνικός διευθυντής του Royal Ballet από το 1963 έως το 1970 όπου αποσύρθηκε από τη θέση αυτή. Όμως συνέχισε να εργάζεται ως χορογράφος σε διεθνές επίπεδο, με τελευταίο έργο το «Nursery Suite», το οποίο παρουσιάστηκε σε μια παράσταση gala του Royal Ballet School στο Royal Opera House το 1986. Πολυάριθμα μπαλέτα του έχουν παρουσιαστεί από κορυφαία συγκροτήματα μπαλέτου παγκοσμίως και κατέχουν σημαντική θέση στο ρεπερτόριο του Royal Ballet.

Sir Kenneth MacMillan

Ο Sir Kenneth MacMillan ήταν Βρετανός χορευτής του μπαλέτου και χορογράφος. Διατέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του Royal Ballet το χρονικό διάστημα 1970-1977. Παρά το γεγονός ότι ήταν ταλαντούχος χορευτής, ο MacMillan έγινε γνωστός κυρίως ως χορογράφος και ιδιαίτερα από τη δουλειά του με το Royal Ballet. Επίσης είχε συνεργαστεί με το American Ballet Theatre (1956-1957) και με την Deutsche Opera του Βερολίνου (1966-1969). Διαδέχθηκε τον Frederick Ashton ως διευθυντής του Royal Ballet το 1970 και παραιτήθηκε μετά από 7 χρόνια. Συνέχισε ως βασικός χορογράφος του Royal Ballet μέχρι το θάνατο του το 1992.

Wayne McGregor

Πριν το διορισμό του ως μόνιμος χορογράφος του Royal Ballet, o Wayne McGregor είχε ήδη καθιερωθεί ως βραβευμένος χορευτής, χορογράφος και σκηνοθέτης. Πρώτη χορογραφία του για το Royal Ballet ήταν το έργο «Fleur de Peux», ένα σόλο έργο που δημιουργήθηκε το 2000 για τη μπαλαρίνα Viviana Durante. Αυτό οδήγησε στην παραγωγή νέων έργων για το Royal Ballet, συμπεριλαμβανομένων των «Symbiont(s)» το 2001, «Qualia» το 2003 και «Engram» το 2005. Επίσης δημιούργησε το μπαλέτο brainstate το 2001, στα πλαίσια της συνεργασίας του Royal Ballet με τη δική του εταιρεία, Random Dance. Ο McGregor διορίστηκε ως μόνιμος χορογράφος του Royal Ballet το 2006.

Fonteyn – Nureyev

Οι θρυλικοί χορευτές Margot Fonteyn και Rudolf Nureyev χόρεψαν για πρώτη φορά μαζί στις 21 Φεβρουαρίου 1962 ερμηνεύοντας τους κύριους ρόλους στο μπαλέτο «Giselle» με το Royal Ballet. Η παράσταση αυτή σηματοδότησε την πιο επιτυχημένη συνεργασία όλων των εποχών στον κόσμο του μπαλέτου και την πιο λαμπρή περίοδο στην ιστορία του Royal Ballet.

Στις 12 Μαρτίου 1963, η Margot Fonteyn και ο Rudolf Nureyev χόρεψαν στην πρεμιέρα του μπαλέτου «Marguerite and Armand» (Μαργαρίτα και Αρμάνδος), του πρώτου μπαλέτου που δημιουργήθηκε γι’ αυτούς από τον Sir Frederick Ashton. Η χορογραφία ακολουθεί ένα μουσικό κομμάτι πιάνου του Franz Liszt. Το μπαλέτο ξεκινάει με την Μαργαρίτα καθισμένη στο κρεβάτι της να κάνει μια αναδρομή στο παρελθόν της μέχρι τη στιγμή που καταφθάνει ο Αρμάνδος για να την κρατήσει στα χέρια του για τελευταία φορά προτού πεθάνει. Ο Ashton είχε σχεδιάσει το έργο αυτό ειδικά για τη Fonteyn. Πενήντα φωτογράφοι παρακολουθούσαν την πρόβα τζενεράλε και στην πρεμιέρα η κουρτίνα της σκηνής ανοιγόκλεισε είκοσι μία φορές. Η τελευταία εκτέλεση του μπαλέτου από το ζευγάρι Fonteyn-Nureyev έλαβε χώρα σ’ ένα γκαλά στο London Coliseum το 1977 και έκτοτε δεν ξαναπαρουσιάστηκε μέχρι το 2003. Αντίθετα με την επιθυμία του Sir Fredrick Ashton να μην εκτελεστεί το μπαλέτο αυτό από κανέναν άλλο χορευτή εκτός της Fonteyn και του Nureyev ήταν η αναβίωση του μπαλέτου με πρωταγωνιστές τη Sylvie Guillem και τον Jonathan Cope.

Η συνεργασία Fonteyn-Nureyev κράτησε για πολλά χρόνια μέχρι τη συνταξιοδότηση της Fonteyn από το Royal Ballet το 1979 σε ηλικία 60 ετών. Το 1970 μετά την απόσυρση του Sir Frederick Ashton από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Βασιλικού Μπαλέτου, έγιναν πολλές εκκλήσεις στον Nureyev προκειμένου να τον διαδεχθεί. Όμως, ο Kenneth MacMillan ανέλαβε την συγκεκριμένη θέση. Ο Nureyev έφυγε από το Royal Ballet ως κορυφαίος χορευτής και χόρεψε σαν guest artist σε διάφορες χώρες του κόσμου μέχρι να γίνει καλλιτεχνικός διευθυντής του Μπαλέτου της Όπερας του Παρισιού το 1983. Μεταξύ Fonteyn και Nureyev αναπτύχθηκε μια πολύ ισχυρή δια βίου σχέση τόσο εντός, όσο και εκτός σκηνής. Μάλιστα ο ίδιος ο Nureyev είχε πει χαρακτηριστικά ότι όταν χόρευαν μαζί ήταν «ένα σώμα, μια ψυχή».

Ross Stretton

Ο Ross Stretton γεννήθηκε στην Canberra της Αυστραλίας το 1952 και εκπαιδεύτηκε στην Σχολή Μπαλέτου της Αυστραλίας (Australian Ballet School). Αργότερα έγινε κορυφαίος χορευτής στο Μπαλέτο της Αυστραλίας (Australian Ballet). Στη συνέχεια μετακόμισε στην Αμερική, όπου και χόρεψε με το Joffrey Ballet και ως κορυφαίος χορευτής με το American Ballet Theatre πριν τη συνταξιοδότηση του το 1990. Διορίστηκε ως μάνατζερ του American Ballet Theatre μέχρι να γίνει βοηθός Διευθυντή στην εταιρεία το 1993. Έπειτα κατά την επιστροφή του στην Αυστραλία, διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του Μπαλέτου της Αυστραλίας το χρονικό διάστημα 1997-2001.

Μετά την συνταξιοδότηση του Sir Antony Dowell, το διοικητικό συμβούλιο του Royal Opera House το 2001 ανακοίνωσε ότι τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Royal Ballet θα αναλάβει ο Stretton. Παρόλο που το συμβόλαιο που είχε υπογράψει ήταν τριετές, εκείνος παραιτήθηκε από τη θέση μετά από 13 μήνες, το Σεπτέμβριο του 2002. Έτσι μετά την παραίτηση του επέστρεψε στην Αυστραλία και εργάστηκε ως σύμβουλος και καθηγητής μέχρι το θάνατο του το 2005.

Δομή του Royal Ballet   

Το Βασιλικό Μπαλέτο έχει 6 βαθμίδες κατάταξης των χορευτών που κατά αύξουσα σειρά είναι:

Artist (Καλλιτέχνης): είναι η χαμηλότερη βαθμίδα στην εταιρεία και οι χορευτές που ανήκουν σ’ αυτό το επίπεδο συνθέτουν το corps de ballet. Οι χορευτές του επιπέδου αυτού είναι περισσότεροι από κάθε άλλη βαθμίδα στο Βασιλικό Μπαλέτο και σχεδόν όλοι έχουν εκπαιδευτεί στο Royal Ballet School. Η πλειοψηφία των αποφοίτων του Royal Ballet School εισάγονται σ’ αυτό το επίπεδο της εταιρείας.

First Artist (Πρώτος Καλλιτέχνης): στο επίπεδο αυτό ανήκουν τα ανώτερα μέλη του Corps de Ballet. Οι χορευτές αυτοί συνήθως εκτελούν τους πιο εξεζητημένους ρόλους του corps de ballet, όπως ο Χορός των Κύκνων στη Λίμνη των Κύκνων ή περιστασιακά εκτελούν μικρούς σόλο ρόλους και εξετάζεται το ενδεχόμενο προώθησης τους σε ανώτερα επίπεδα.

Soloist (Σολίστ): συνήθως υπάρχουν 15 με 20 σολίστ στην εταιρεία. Όπως υποδηλώνει και ο τίτλος, οι χορευτές αυτού του επιπέδου εκτελούν κυρίως σόλο ρόλους άλλα και δευτερεύοντες σε μια παράσταση, όπως οι ρόλοι του Mercutio στο μπαλέτο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» ή μία από τις νεράιδες στο μπαλέτο «Η Ωραία Κοιμωμένη».

First Soloist (Πρώτος Σολίστ): για τους χορευτές αυτού του επιπέδου εξετάζεται το ενδεχόμενο προώθησης τους σε ανώτερες βαθμίδες. Οι χορευτές αυτής της βαθμίδας εκτελούν χαρακτηριστικούς σόλο ρόλους στα μπαλέτα ή αντικαθιστούν τους κορυφαίους χορευτές όταν δεν μπορούν να χορέψουν λόγω τραυματισμού ή για άλλους λόγους.

Principal Character Artist (Κορυφαίος ερμηνευτής χαρακτήρα): εδώ ανήκουν οι χορευτές που ερμηνεύουν χαρακτηριστικούς ρόλους στα μπαλέτα. Οι ρόλοι είναι θεατρικοί και συχνά περιλαμβάνουν χαρακτηριστικούς χορούς και παντομίμα μπαλέτου. Παραδείγματα τέτοιων ρόλων είναι η Carabosse στην «Ωραία Κοιμωμένη», ο Drsselmeyer στον «Καρυοθραύστη». Επίσης οι περισσότεροι χορευτές στην βαθμίδα αυτή είναι παλαιότεροι χορευτές του συγκροτήματος που ταυτόχρονα κατέχουν θέσεις υψηλόβαθμων στελεχών στην εταιρεία.

Principal (Κορυφαίος Χορευτής): το επίπεδο αυτό αποτελεί την υψηλότερη βαθμίδα κατάταξης των χορευτών στο Royal Ballet. Οι χορευτές του επιπέδου αυτού ερμηνεύουν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στα μπαλέτα. Για να γίνει κάποιος χορευτής principal πρέπει να έχει αναγνωριστεί ως ένας από τους πιο ταλαντούχους χορευτές στην επιχείρηση. Στους διασημότερους χορευτές παγκοσμίως συμπεριλαμβάνονται και κορυφαίοι χορευτές του Royal Ballet.

Επιπλέον το Βασιλικό μπαλέτο έχει και εξειδικευμένες κατηγορίες για τους χορευτές που επισκέπτονται το συγκρότημα, όπως «guest artist» και «principal guest artist».

Διοίκηση της εταιρείας

Διευθυντής: Kevin O'Hare, απόφοιτος του Royal Ballet School και πρώην χορευτής του Royal Ballet και του Birmingham Royal Ballet

Αναπληρωτής Διευθυντής: Jeanetta Laurence, απόφοιτος του Royal Ballet School και πρώην χορεύτρια του Royal Ballet Touring Company, του New Group και τοy Sadler's Wells Royal Ballet

Μουσικός Διευθυντής: Barry Wordsworth, Bρετανός μαέστρος και νεαρός απόφοιτος του Trinity College of Music

Μάνατζερ της Εταιρίας και των Περιοδειών: Andrew Hurst, απόφοιτος του Royal Ballet School που στο παρελθόν ήταν Γενικός Διευθυντής του Phoenix Dance Company

Μόνιμος Χορογράφος: Wayne McGregor CBE, βραβευμένος χορογράφος, γνωστός για τη δουλεία του στον τομέα του σύγχρονου χορού και ως Καλλιτεχνικός Διευθυντής του θιάσου Random Dance.

Καλλιτεχνικός Συνεργάτης: Christopher Wheeldon

Artist in Residence: Liam Scarlett

Laurence Olivier Awards

Το Royal Ballet έχει βραβευθεί από την εταιρεία Laurence Olivier Awards από τότε που ιδρύθηκαν τα βραβεία αυτά το 1978. Τα βραβεία αυτά δόθηκαν στο Royal Ballet για τα μπαλέτα που παρουσίασε, σε μεμονωμένους χορευτές για την ερμηνεία κάποιου συγκεκριμένου ρόλου, σε σχεδιαστές για τη δουλεία τους σε συγκεκριμένες παραγωγές και σε άλλα μέλη του Royal Ballet για την επιδεξιότητα τους στο χορό.

Πηγή: wikipedia.org

επιστροφή στην κορυφή