Menu

La Fille mal Gardée

«H Κακοφυλαγμένη Κόρη» είναι ένα κωμικό μπαλέτο δύο πράξεων, εμπνευσμένο από έναν πίνακα με τίτλο «La réprimande/Une jeune fille querellée par sa mere» που φιλοτεχνήθηκε από τον Pierre-Antoine Baudouin το 1789. Το μπαλέτο αρχικά χορογραφήθηκε από τον Γάλλο χορευτή και ballet  master, Jean Dauberval, με μουσική βασιζόμενη στους πενήντα-πέντε διάσημους Γαλλικούς αέρηδες. Παρουσιάστηκε σε πρεμιέρα την 1η Ιουλίου 1789 στο Grand Théâtre de Bordeaux στο Μπορντό της Γαλλίας υπό τον τίτλο «Le ballet de la paille, ou Il n’est qu’un pas du mal au bien». 

Το μπαλέτο «La Fille mal Gaardée» είναι ένα από τα παλαιότερα και σπουδαιότερα έργα που διατηρείται ζωντανό στην ιστορία του μπαλέτου μέσω των διαφόρων αναβιώσεων του που έχουν παρουσιαστεί. Το έργο έχει υποστεί πολλές αλλαγές στον τίτλο ενώ παράλληλα δεν αποτελείτο από λιγότερα από έξι μουσικά έργα, μερικά από τα οποία ήταν παραλλαγές βασιζόμενες στην παλαιότερη μουσική.

Σήμερα «Η Κακοφυλαγμένη Κόρη» συνήθως παρουσιάζεται σε μία από δύο διαφορετικές εκδοχές: πολλές εταιρείες μπαλέτου ανεβάζουν παραγωγές που προέρχονται από την έκδοση του Alexander Gorsky με μουσική του Peter Ludwig Hertel, η οποία πρώτη φορά παρουσιάστηκε στο Θέατρο Bolshoi της Μόσχας το 1903. H έκδοση του Alexander Gorsky βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην παραγωγή των Marius Petipa και Lev Ivanov του 1885 για το Imperial Ballet της Αγίας Πετρούπολης. Η παραγωγή των Petipa /Ivanov βασιζόταν στην έκδοση του Paul Taglioni με μουσική του Peter Ludwig Hertel, η οποία ανέβηκε το 1864 για το Court Opera Ballet του Konigliches Opernhaus στο Βερολίνο. Το σύγχρονο κοινό είναι ίσως πιο εξοικειωμένο με την παραγωγή που ανέβασε ο Frederick Ashton για το Royal Ballet του Λονδίνου το 1960.

Η δημιουργία του μπαλέτου

Το μπαλέτο «Η Κακοφυλαγμένη Κόρη» (ή «The Wayward Daughter») δημιουργήθηκε από τον Jean Dauberval, έναν από τους μεγαλύτερους χορογράφους της εποχής του. Ο Jean Dauberval εκπαιδεύτηκε υπό την καθοδήγηση του δασκάλου Jean-Georges Noverre. Αργότερα ο Dauberval έγινε δάσκαλος του Charles Didelot, του γνωστού σήμερα ως «Πατέρα του Ρώσικου Μπαλέτου». Ο θρύλος λέει ότι ο Dauberval εμπνεύστηκε για να δημιουργήσει το μπαλέτο «Η Κακοφυλαγμένη Κόρη», όταν βρέθηκε σε ένα κατάστημα εκτύπωσης στο Μπορντό και παρατήρησε μια χάραξη ενός πίνακα του Pierre-Antoine Baudouin με τίτλο «Le reprimande / Une jeune fille querellée par sa mère». Ο συγκεκριμένος πίνακας ζωγραφικής απεικόνιζε ένα κορίτσι με δάκρυα στα μάτια, με τα ρούχα της σε αταξία και μια μεγαλύτερη γυναίκα να την επιπλήττει (πιθανώς η μητέρα της) σε ένα αχυρώνα, ενώ παράλληλα ο εραστής του κοριτσιού απεικονιζόταν πιο πίσω να ανεβαίνει βιαστικά τις σκάλες της σοφίτας για να κρυφτεί. Θεωρείται πως αυτό το έργο τέχνης άρεσε στον Dauberval τόσο πολύ που αμέσως έθεσε ως στόχο να δημιουργήσει ένα κατάλληλο σενάριο για ένα μπαλέτο.

Το μπαλέτο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Grand Théâtre de Bordeaux στο Μπορντό της Γαλλίας την 1η Ιουλίου 1789. Η σύζυγος του Dauberval, η μπαλαρίνα Marie-Madeleine Crespé (γνωστή στην ιστορία και ως Mme. Théodore) δημιούργησε το ρόλο της Lison (ή Lise, όπως ο χαρακτήρας είναι γνωστός στις σύγχρονες εκδόσεις), ο χορευτής Eugène Hus δημιούργησε το ρόλο του Colin (ή Colas, όπως ο χαρακτήρας είναι γνωστός στις σύγχρονες εκδοχές) και ο Francois Le Riche δημιούργησε το ρόλο της Widow Ragotte (γνωστή σήμερα ως Simone στις σύγχρονες εκδόσεις).

Ο αρχικός τίτλος του μπαλέτου ήταν «Le ballet de la paille, ou Il n’est qu’un pas du mal au bien» («The Ballet of the Straw, or There is Only One Step from Bad to Good»). Το έργο σημείωσε μεγάλη επιτυχία και αποδείχθηκε ότι είναι η πιο δημοφιλής και απαιτητική δουλειά του Dauberval.

Η μουσική του μπαλέτου

Στα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα, παρτιτούρες για μπαλέτα ήταν συχνά μιμήσεις των διάσημων αέρηδων που προέρχονται από γνωστούς χορούς, τραγούδια ή και όπερες. Αυτά τα μουσικά έργα ήταν συνήθως προσαρμοσμένα κατάλληλα για το μπαλέτο από το μουσικό διευθυντή του θεάτρου ή από τον βασικό βιολιστή της ορχήστρας της όπερας, οι οποίοι υπηρέτούσαν και ως μαέστροι (ο ξεχωριστός ρόλος του μαέστρου ορχήστρας δεν είχε αναγνωριστεί τότε).

Η μουσική σύνθεση του 1789 για την «Κακοφυλαγμένη Κόρη» ήταν η ίδια η διάταξη των πενήντα πέντε διάσημων Γαλλικών αέρηδων. Τα σωζόμενα ορχηστρικά μέρη της παρτιτούρας από το 1789 δεν απαριθμούν ένα συνθέτη/ ενορχηστρωτή ούτε υπάρχει κάποιο νεότερο στοιχείο που να αναφέρει για την αρχική παραγωγή ένα συγκεκριμένο συνθέτη. Είναι πιθανό ότι ο Dauberval προσάρμοσε ο ίδιος τη μουσική, γιατί σίγουρα επινόησε το σενάριο του μπαλέτου και ήταν ένας αρμόδιος βιολιστής. Αν δεν ήταν δικό του μουσικό έργο του, τότε μπορεί να ήταν ένας από τους μουσικούς που δούλεψαν στο θέατρο.

Αναβιώσεις της αρχικής παραγωγής του Dauberval

Δύο χρόνια μετά την πρεμιέρα, ο Dauberval ταξίδεψε στο Λονδίνο για να προσαρμόσει το έργο για το Μπαλέτο του King's Pantheon Theatre και με την ευκαιρία άλλαξε τον τίτλο του μπαλέτου σε «Κακοφυλαγμένη Κόρη», όπως είναι πλέον ευρέως γνωστό. Για την πρώτη παράσταση στις 30 Απριλίου 1791, η σύζυγός του Mme. Théodore ερμήνευσε το ρόλο της Lise, ενώ ο μαθητής του Dauberval, Charles Didelot, ερμήνευσε το ρόλο του Colas.

Η μουσική σύνθεση του 1789 για το μπαλέτο δεν άρεσε στους μουσικούς της Ορχήστρας του Pantheon Theatre. Όταν τα ορχηστρικά μέρη ανακαλύφθηκαν το 1959 από τον ιστορικό μπαλέτου και μουσικολόγο Ivor Guest και τον μαέστρο John Lanchbery, βρέθηκαν να καλύπτονται με σχόλια. Στο αρχικό χειρόγραφο ο τίτλος του μπαλέτου ήταν γραμμένος στην κορυφή των σελίδων. Ο κύριος βιολιστής της πρώτης παράστασης του Λονδίνου είχε διαγράψει τον τίτλο και στη θέση του είχε γράψει «Filly-Me-Gardy».

Ο Eugène Hus, ο δημιουργός του ρόλου του Colas, ανέβασε την παραγωγή του Dauberval το 1803 στην παλαιά Όπερα του Παρισιού, στο Salle de la rue de Richelieu. Για την παραγωγή αυτή, ο Eugène Hus συνέθεσε το λιμπρέτο του μπαλέτου βασιζόμενος στην κωμική όπερα «Lise et Colin» του 1796, η οποία συνοδευόταν από την μουσική του Pierre Gaveaux .

Η έκδοση του Jean-Pierre Aumer σε μουσική Hérold

Ο χορογράφος Jean-Pierre Aumer, μαθητής του Dauberval, αργότερα αναθεώρησε την παραγωγή του Hus του 1803 κατά τη διάρκεια της καριέρας του ως ballet master στην Όπερα του Παρισιού. Το 1809 ταξίδεψε στη Βιέννη  προκειμένου να ανεβάσει το έργο για το Ballett des imperialen Hoftheater nächst der Burg.

Στις 17 Νοεμβρίου 1828, ο Jean-Pierre Aumer παρουσίασε μια εντελώς νέα έκδοση του μπαλέτου «Κακοφυλαγμένη Κόρη» στην Όπερα του Παρισιού, με πρωταγωνίστρια την μπαλαρίνα Pauline Montessu. Για αυτή την αναβίωση, ο συνθέτης Ferdinand Hérold δημιούργησε ένα μουσικό έργο προσαρμασμένο στην αρχική σύνθεση του 1789. Επίσης ο Hérold δανείστηκε και πολλά θέματα από όπερες των συνθετών Jean Paul Egide Martini και Gaetano Donizetti.

Το Grand pas της Fanny Elssler

Το 1837, ο σπουδαία Αυστριακή μπαλαρίνα Fanny Elssler έκανε το ντεμπούτο της στην Όπερα του Παρισιού χορεύοντας στο μπαλέτο «Η Κακοφυλαγμένη Κόρη» σε παραγωγή Jean-Pierre Aumer. Όπως είχε καθιερωθεί εκείνη την εποχή, μια μπαλαρίνα αναλάμβανε να παρουσιάσει νέα χορευτικά τμήματα (Pas και variations) τα οποία θα παρεμβάλλονταν στις ήδη υπάρχουσες χορογραφίες του μπαλέτου για τις δικές τους παραστάσεις. Έτσι μελετώντας τα πολυάριθμα αρχεία της βιβλιοθήκη της Όπερας του Παρισιού, η Fanny Elssler επέλεξε τους αγαπημένους της αέρηδες από το εξαιρετικά δημοφιλές μουσικό έργο του Donizetti για την όπερα «L'elisir d'amore». Μάλιστα ο αντιγραφέας της βιβλιοθήκης Aimé-Ambroise-Simon Leborne προσάρμοσε κατάλληλα και ενορχήστρωσε τη μουσική για την Elssler. 

Το Grand pas της Elssler παρουσιάστηκε σε αναβίωση από τον μουσικολόγο και ιστορικό Ivor Guest στην παραγωγή του μπαλέτου «Κακοφυλαγμένη Κόρη» του Ashton το 1960.

Η παραγωγή του Paul Taglioni σε μουσική Hertel

Ο Ιταλός χορογράφος Paul Taglioni, αδελφός της θρυλικής μπαλαρίνας Marie Taglioni, προσελήφθη ως ballet master στο Court Opera Ballet of the Königliches Opernhaus στο Βερολίνο κατά τη διάρκεια της περιόδου 1852 - 1866. Στις 7 Νοεμβρίου 1864, ο Paul Taglioni παρουσίασε τη δική του, εντελώς νέα παραγωγή του μπαλέτου «Κακοφυλαγμένη Κόρη» με τον τίτλο «Das schlecht bewachte Mädchen». Για τη συγκεκριμένη παραγωγή ο Paul Taglioni χρησιμοποίησε μια καινούργια μουσική σύνθεση από τον μόνιμο συνθέτη μουσικής μπαλέτου του Königliches Opernhaus, Peter Ludwig Hertel. Η παραγωγή παρουσιάστηκε σε πρεμιέρα σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία και παρέμεινε στο ρεπερτόριο της εταιρείας για πολλά χρόνια.

Τον Μάιο του 1876 η σπουδαία Ιταλίδα μπαλαρίνα Virginia Zucchi έκανε το ντεμπούτο της χορεύοντας στην παραγωγή του Paul Taglioni στο Βερολίνο. Η περίφημη μπαλαρίνα θριάμβευσε ερμηνεύοντας το ρόλο της Lise δίνοντας παράλληλα νέα πνοή στο έργο με το εκφραστικό της ταλέντο.

Το μπαλέτο «La Fille mal gardée» στη Ρωσία

Η «Κακοφυλαγμένη Κόρη» ανέβηκε για πρώτη φορά στη Ρωσία από τον Ballet Master Giuseppe Solomoni το 1800 για το Michael Maddox's Petrovsky Theatre (προκάτοχο του σημερινού Bolshoi Theatre) της Μόσχας. Η παραγωγή αυτή αργότερα αναθεωρήθηκε από τον Jean Lamiral το 1808. Αμφότερες οι δύο παραγωγές χρησιμοποίησαν το πρωτότυπο μουσικό έργο του 1789, πιθανόν σε κατάλληλες προσαρμογές για την κάθε παρουσίαση.

Η πρώτη παραγωγή του μπαλέτου «La Fille mal gardée» παρουσιάστηκε από το Αυτοκρατορικό Μπαλέτο της Αγίας Πετρούπολης (St. Petersburg Imperial Ballet) από τον Charles Didelot, τον μαθητή του Jean Dauberval που ερμήνευσε το ρόλο του Colas στην αναβίωση του έργου που παρουσιάστηκε στο Λονδίνο το 1791. Ο Charles Didelot, ο οποίος υπηρέτησε ως Maître de ballet στα Αυτοκρατορικά Θέατρα της Αγίας Πετρούπολης (St. Petersburg Imperial Theatres) τα διαστήματα 1801-1811 και 1816-1837, παρουσίασε τη δική του εκδοχή του μπαλέτου «Κακοφυλαγμένη Κόρη» στις 2 Οκτωβρίου 1818 στο Imperial Bolshoi Kamenny Theatre, υπό τον τίτλο «La Précaution inutile, ou Lise et Colin». Τη μουσική του έργου συνέθεσε ο Catterino Cavos.

Μια παραγωγή του μπαλέτου «La Fille mal gardée» βασισμένη στην έκδοση του Jean-Pierre Aumer του 1828 με τη μουσική του Hérold, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Ρωσία στο Bolshoi Theatre της Μόσχας το 1845 από τον Balletmaster Irakly Nikitin. Ο κορυφαίος χορογράφος Jules Perrot - Premier Maître de ballet των Αυτοκρατορικών Θεάτρων της Αγίας Πετρούπολης (St. Petersburg Imperial Theatres) κατά τη διάρκεια της περιόδου 1850-1859, ανέβασε τη δική του εκδοχή της παραγωγής του Aumer για την εταιρεία το 1854. Μάλιστα ο Jules Perrot προσέθεσε στο μπαλέτο και νέα μουσική του συνθέτη Cesare Pugni. Να σημειωθεί ότι η παραγωγή του Jules Perrot παρουσιάστηκε για τελευταία φορά το 1880 στα πλαίσια μιας παράστασης προς τιμήν του Premier danseur  του Imperial Ballet, Pavel Gerdt.

Αναβίωση των Marius Petipa και Lev Ivanov

Η Ιταλίδα μπαλαρίνα Virginia Zucchi περιόδευσε στην Αγία Πετρούπολη το 1885, χορεύοντας με επιτυχία σε διάφορα θέατρα της Αυτοκρατορικής πρωτεύουσας. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, η Virginia Zucchi κλήθηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρο Γ ' για να χορέψει με το Αυτοκρατορικό Μπαλέτο (Imperial Ballet). Αποφασίστηκε ότι η έκδοση του μπαλέτου «La Fille mal gardée» από τον Paul Taglioni του 1864 σε μουσική Hertel θα παρουσιαστεί σε αναβίωση ειδικά για το ντεμπούτο της Virginia Zucchi  από τον χορογράφο Marius Petipa και το δεύτερο Maître de Ballet του Imperial Theatre, Lev Ivanov, ενώ η Zucchi η ίδια θα συνέβαλε στην παρουσίαση ορισμένων χορογραφιών που γνώριζε από την παραγωγή που ανέβηκε στο Βερολίνο. Ειδικά γι’ αυτή την παραγωγή ο συνθέτης Ludwig Minkus συνέθεσε δύο επιπλέον παραλλαγές για την Virginia Zucchi, με την χορογραφία του Petipa. Το μπαλέτο παρουσιάστηκε υπό τον τίτλο «La Précaution inutile».

Η αναβίωση Petipa/Ivanov παρουσιάστηκε σε πρεμιέρα στις 28 Δεκεμβρίου 1885. Η ερμηνεία της Zucchi ως Lise έγινε αμέσως ένας θρύλος στη Ρωσία και αργότερα έγινε γνωστή ως «The Divine Virginia». Κατά τη διάρκεια της διάσημης σκηνής παντομίμας που είναι γνωστή ως «When I'm Married», ειπώθηκε ότι η γοητευτική και συναισθηματική ερμηνεία της Zucchi έκανε πολλούς στο κοινό να δακρύσουν. Η μπαλαρίνα φημιζόταν για το περίφημο «Pas de ruban», όπου οι βασικοί χαρακτήρες του μπαλέτου Lise και Colas χορεύουν ένα pas με κορδέλες, όπου ο Colas προσποιείται ότι είναι ένα άλογο και η Lise τρέχει μαζί του.

Μετά την αποχώρηση της Virginia Zucchi από τη σκηνή Imperial, ο Lev Ivanov δημιούργησε μια συμπτυγμένη εκδοχή της «Κακοφυλαγμένης Κόρης» για τις παραστάσεις στο Imperial Theatre of Krasnoe Selo το καλοκαίρι του 1888. Τον ρόλο της Lise ερμήνευσε η μπαλαρίνα Alexandra Vinogradova. Μάλιστα τον Οκτώβριο του ίδιου η έτους η Alexandra Vinogradova ερμήνευσε ξανά το ρόλο στη σκηνή του Mariinsky Theatre (κορυφαίο θέατρο του Αυτοκρατορικού Μπαλέτου και Όπερας από το 1886). Αυτή ήταν η τελευταία παράσταση του μπαλέτου μέχρι το 1894, όταν ο Ivanov δημιούργησε μια νέα αναβίωση του μπαλέτου για την προσκεκλημένη Γερμανίδα μπαλαρίνα Hedwige Hantenbürg. Στη συνέχεια το έργο απέκτησε πλέον μόνιμη θέση στο ρεπερτόριο του Αυτοκρατορικού Μπαλέτου.

Το μπαλέτο «La Fille mal gardée» αποδείχθηκε ότι είναι ένα κορυφαίο μπαλέτο για τις μεγάλες μπαλαρίνες της παλιάς Αυτοκρατορικής σκηνής, συμπεριλαμβανομένων των: Olga Preobrajenskaya, Anna Pavlova και Tamara Karsavina. Αξίζει να σημειωθεί ότι για αρκετό καιρό η διάσημη μπαλαρίνα Mathilde Kschessinskaya δεν επέτρεπε οποιαδήποτε άλλη χορεύτρια να ερμηνεύσει το ρόλο της Lise.

Ένα χαρακτηριστικό της παραγωγής του Ivanov ήταν η χρήση ζωντανών κοτόπουλων στη σκηνή. Ένα βράδυ όταν η Preobrajenskaya χόρεψε το ρόλο της Lise, η ανταγωνίστρια της, Kschessinskaya, άφησε όλα τα κοτόπουλα από τα κοτέτσια τους κατά τη διάρκεια της variation της, με πολλά από αυτά να προσγειώνονται στην ορχήστρα ακόμη και γύρω από πολλούς μουσικούς.  Η Preobrajenskaya συνέχισε να χορεύει σαν να μην συμβαίνει τίποτα.

Οι δυσκολίες που αντιμετώπισε το Ρώσικο μπαλέτο από την επανάσταση του 1917 είχε ως αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός έργων του ρεπερτορίου του να χαθεί. Η παραγωγή του μπαλέτου «La Fille mal gardée» από το Imperial Ballet παρουσιάστηκε για τελευταία φορά στις 10 Οκτωβρίου 1917, μόλις ένα μήνα πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση, με την Ballerina Elsa Vill ως Lise.

Συμβολισμός της παραγωγής του Imperial Ballet

Όπως και πολλά από τα έργα που περιλάμβανε το ρεπερτόριο του Imperial Ballet της Αγίας Πετρούπολης στο γύρισμα του 20ου αιώνα, έτσι και η παραγωγή Petipa/Ivanov/Hertel του μπαλέτου «La Fille mal gardée» ήταν καταγεγραμμένη με τη μέθοδο χορογραφικής γραφής Stepanov από τον θεατρικό σκηνοθέτη της εταιρείας, Nicholas Sergeyev  και την συγγραφική του ομάδα. Ο Nicholas Sergeyev πήρε αυτές τις σημειώσεις μαζί του όταν έφυγε από τη Ρωσία το 1917 και τις χρησιμοποίησε για να ανεβάσει μπαλέτα όπως «Η Λίμνη των Κύκνων» των Petipa/Ivanov, «Η Ωραία Κοιμωμένη» του Petipa, η πρωτότυπη παραγωγή του μπαλέτου «Ο Καρυοθραύστης» του Αυτοκρατορικού Μπαλέτου του 1892, «Κοππέλια» των Petipa/Ivanov/Cecchetti και «Ζιζέλ» του Petipa, για πρώτη φορά έξω από την Ρωσία και κυρίως για το Royal Ballet του Λονδίνου.

Σήμερα όλες οι σημειώσεις, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων για την παραγωγή του Imperial Ballet του μπαλέτου «Κακοφυλαγμένη Κόρη», αποτελούν μέρος της Συλλογής Sergeyev που στεγάζεται στη συλλογή θεάτρου της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου του Harvard. Μέχρι στιγμής καμία εταιρεία μπαλέτου δεν έχει χρησιμοποιήσει τις σημειώσεις και το συνοδευτικό βιολί του μουσικού έργου του Hertel για να ανακατασκευάσει τη χορογραφία.

Το μπαλέτο «Κακοφυλαγμένη Κόρη» τον 20ο αιώνα

Αναβίωση του Alexander Gorsky

Στις 20 Δεκεμβρίου 1903, μια σημαντική αναβίωση της «Κακοφυλαγμένης Κόρης» παρουσιάστηκε σε πρεμιέρα στο Imperial Bolshoi Theatre της Μόσχας. Αυτή η έκδοση ήταν σκηνοθετημένη από τον Alexander Gorsky, πρώην χορευτή των Αυτοκρατορικών Θεάτρων της Αγίας Πετρούπολης που υπηρέτησε ως Premier maître de ballet  του θιάσου της Μόσχας. Η έκδοση του Gorsky του 1903 βασιζόταν στην παραγωγή των Petipa/Ivanov που έμαθε κατά τη διάρκεια της καριέρας του στην Αγία Πετρούπολη. Επίσης για την έκδοση του Gorsky χρησιμοποιήθηκε η μουσική σύνθεση του Hertel με πρόσθετα μουσικά κομμάτια των συνθετών Cesare Pugni, Ludwig Minkus, Léo Delibes, Riccardo Drigo and Anton Rubinstein. Πρόκειται για την έκδοση της «Κακοφυλαγμένης Κόρης» που τελικά χρησιμοποιήθηκε ως βάση για σχεδόν κάθε παραγωγή που ανέβηκε στη Ρωσία, στην Ευρώπη και στην Αμερική για πολλές δεκαετίες. Η έκδοση του Gorsky για το «Grand pas de deux» από τη δεύτερη πράξη του μπαλέτου, γνωστό ως «La Fille mal gardée pas de deux», σήμερα αποτελεί ένα διάσημο απόσπασμα που παρουσιάζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα από τη Σχολή Χορού Vaganova στα πλαίσια των παραστάσεων αποφοίτησης της Σχολής στο Θέατρο Mariinsky της Αγίας Πετρούπολης.

Παραγωγές σοβιετικής εποχής

Το 1930 οι χορογράφοι Asaf Messerer και Igor Moiseyev δημιούργησαν μια νέα έκδοση του μπαλέτου «Κακοφυλαγμένη Κόρη» για το Bolshoi Ballet, η οποία βασιζόταν στην έκδοση του Gorsky του 1903. Για την παραγωγή αυτή οι Messerer και Moiseyev προσέθεσαν μια νέα πράξη στο μπαλέτο με τίτλο «The Wedding of Lise and Colas» συνοδευόμενο από μια προσαρμογή της μουσικής του έργου «Ορφέας» του συνθέτη Mikhail Ivanovich Glinka. Η έκδοση των Messerer και Moiseyev παρέμεινε στο ρεπερτόριο του Bolshoi Ballet για δύο μόνο χρόνια και αργότερα παρουσιάστηκε σε αναβίωση υπό τον τίτλο «The Rivals» το 1935, με τη μουσική των Hertel / Glinka αναθεωρημένη από το μαέστρο Alexander Mosolov. Αυτή η έκδοση ανέβηκε μόνο για δεκαοκτώ παραστάσεις και στη συνέχεια αποσύρθηκε τελείως από το ρεπερτόριο.

Το Bolshoi παρουσίασε μία ακόμη αναβίωση του μπαλέτου «Κακοφυλαγμένη Κόρη» το 1937. Πρόκειται για μια εντελώς νέα έκδοση σκηνοθετημένη από τον χορογράφο Leonid Lavrovsky. Για την παραγωγή αυτή ο Lavrovsky ανέθεσε στον συνθέτη Pavel Feldt να δημιουργήσει μια νέα μουσική σύνθεση με βάση την παραδοσιακή μουσική του Hertel, η οποία θα περιελάμβανε τα μουσικά αποσπάσματα που προστέθηκαν στο μπαλέτο κατά την αναβίωση του Gorsky. Μετά από έντεκα παραστάσεις η παραγωγή του Lavrovsky αποσύρθηκε από το μόνιμο ρεπερτόριο του Bolshoi Theatre και παρουσιαζόταν μόνο σε τακτά χρονικά διαστήματα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Έκτοτε η παραγωγή παρουσιαζόταν μόνο σε επιλεγμένες παραστάσεις των αποφοίτων της Ακαδημίας Μπαλέτου Bolshoi.

Το 1989 ο διευθυντής του Kirov / Mariinsky Ballet Oleg Vinogradov δημιούργησε μια νέα έκδοση του μπαλέτου «Κακοφυλαγμένη Κόρη» για το Μπαλέτο Kirov, βασιζόμενη σε μεγάλο βαθμό στις παραδοσιακές παραγωγές των Petipa/Ivanov/Gorsky. Παρά το γεγονός ότι σημείωσε μεγάλη επιτυχία, η παραγωγή του Vinogradov αποσύρθηκε από το ρεπερτόριο της εταιρείας μετά την αποχώρηση του από τη θέση του διευθυντή του Kirov / Mariinsky Ballet το 1995 και μέχρι σήμερα η εταιρεία δεν έχει καμία πλήρους μήκους παραγωγή του μπαλέτου στο ρεπερτόριό της.

Το μπαλέτο «La Fille mal Gardée» στη Δύση

Οι πρώτες παραστάσεις κάθε Ρώσικης έκδοσης του μπαλέτου «Κακοφυλαγμένη Κόρη» (δηλαδή των εκδόσεων που προήλθαν από τις αναβιώσεις των Petipa και Ivanov) παρουσιάστηκαν στη Δύση στα πλαίσια της περιοδείας της θρυλικής μπαλαρίνας Anna Pavlova, μίας από τις διασημότερες ερμηνεύτριες του ρόλου της Lise. Συγκεκριμένα η Anna Pavlova το 1912 κατά τη διάρκεια της περιοδείας της στο Λονδίνο παρουσίασε μια συντομευμένη έκδοση του μπαλέτου «Κακοφυλαγμένη Κόρη».

Στη συνέχεια η Bronislava Nijinska ανέβασε την πρώτη παραγωγή του μπαλέτου «La Fille mal gardée» στις Ηνωμένες Πολιτείες για το American Ballet Theatre (τότε γνωστό ως Ballet Theatre) το 1940. Η έκδοση αυτή βασιζόταν στην παραγωγή των Petipa/Ivanov/Gorsky με μουσική του Hertel. Το 1941 η έκδοση της Nijinska παρουσιάστηκε σε αναβίωση με τίτλο «The Wayward Daughter» και το 1942 με τίτλο «Naughty Lisette». Η παραγωγή του 1942 αναθεωρήθηκε από τον Dimitri Romanoff το 1949 και παρέμεινε στο ρεπερτόριο της εταιρείας για πολλά χρόνια. Ο Romanoff επέστρεψε για να ανεβάσει μια νέα εκδοχή του μπαλέτου για την εταιρεία το 1972, με τη διάσημη μπαλαρίνα Natalia Makarova ως Lise. Η παραγωγή του Romanoff σημείωσε εξαιρετική επιτυχία και παρέμεινε στο ρεπερτόριο του American Ballet Theatre μέχρι το 1984. Πολλοί διάσημοι χορευτές όπως ο Mikhail Baryshnikov, η Gelsey Kirkland, η Susan Jaffe, η Cynthia Gregory, ο Fernando Bujones και η Marianna Tcherkassky, θριάμβευσαν ερμηνεύοντας τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στο μπαλέτο «Κακοφυλαγμένη Κόρη». Σήμερα η εταιρεία παρουσιάζει την παραγωγή του Sir Frederick Ashton που αποτελεί μέρος του ρεπερτόριο του (αρχικά ανέβηκε για το Royal Ballet το 1960), αν και το γνωστό απόσπασμα «La Fille mal gardée pas de deux» που προέρχεται από την παλιά έκδοση συχνά παρουσιάζεται σε παραστάσεις γκαλά.

Το 1942 το Ballet Russe de Monte Carlo παρουσίασε την πρώτη του παραγωγή του μπαλέτου «Κακοφυλαγμένη Κόρη», που ανέβηκε από την πρώην μπαλαρίνα του Αυτοκρατορικού Μπαλέτου Alexandra Balachova. Η παραγωγή της Balachova βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην παραγωγή του Alexander Gorsky, η οποία προερχόταν από την παραγωγή των Petipa/Ivanov από τα τέλη του 19ου αιώνα.

Πολλοί από τους χορευτές που συνεργάστηκαν με το Ballet Russe de Monte Carlo διέπρεψαν ως χορογράφοι, δάσκαλοι και balletmasters στο εξωτερικό και χρησιμοποίησαν την έκδοση της Alexandra Balachova ως βάση για την παρουσίαση πολλών αναβιώσεων σε όλο τον κόσμο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η περίφημη μπαλαρίνα Alicia Alonso χόρεψε στην παραγωγή του μπαλέτου «La Fille mal gardée» της Balachova καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 και του 1950. Αργότερα η Alicia Alonso δημιούργησε τη δική της εκδοχή του μπαλέτου για το Cuban Ballet που ανέβηκε το 1964. Κατά συνέπεια οι περισσότερες εταιρείες μπαλέτου της Καραϊβικής και της Νότιας Αμερικής παρουσιάζουν τακτικά παραγωγές που προέρχονται από την εκδοχή της Alicia Alonso  με τη μουσική του Hertel.

Το 1985 η σπουδαία Γαλλίδα μπαλαρίνα και balletmaster, Claude Bessy  ανέβασε τη δική της έκδοση του μπαλέτου «Κακοφυλαγμένη Κόρη» για τη Σχολή Μπαλέτου της Όπερας του Παρισιού (Ballet School of the Paris Opéra), μια παραγωγή εμπνευσμένη από την έκδοση του Dimitri Romanoff του 1972 για το American Ballet Theatre. Επίσης για την συγκεκριμένη παραγωγή η Claude Bessy χρησιμοποίησε τη μουσική σύνθεση του Hertel του1864 σε μια ενορχήστρωση από τον μαέστρο της Όπερας του Παρισιού του Jean-Michel Damase.

Η παραγωγή του Frederick Ashton για το Royal Ballet

Το 1959 ο διάσημος χορογράφος Frederick Ashton ξεκίνησε να δημιουργεί μια εντελώς νέα έκδοση του μπαλέτου «Κακοφυλαγμένη Κόρη» για το  Βασιλικό Μπαλέτο του Λονδίνου. Η παραγωγή αυτή παρουσιάστηκε σε πρεμιέρα στις 28 Ιανουαρίου 1960 με τους κορυφαίους χορευτές: Nadia Nerina ως Lise, David Blair ως Colas, Stanley Holden ως Widow Simone, και Alexander Grant ως Alen. Μετά την πρεμιέρα η παραγωγή του Frederick Ashton έγινε ένα διάσημο κλασικό έργο του ρεπερτορίου του Royal Ballet.

Αρχικά ο Frederick Ashton σκόπευε να χρησιμοποιήσει τη μουσική σύνθεση του Peter Ludwig Hertel του 1864, όπως είχε χρησιμοποιηθεί για σχεδόν κάθε αναβίωση του μπαλέτου από τα τέλη του 19ου αιώνα. Όμως μετά από προσεκτική μελέτη αυτής της μουσικής, ο Ashton αποφάσισε ότι δεν θα ταίριαζε με τα σχέδιά του για την αναβίωση. Κατόπιν εισηγήσεως του ιστορικού μπαλέτου και μουσικολόγου Ivor Guest, ο Ashton μελέτησε το μουσικό έργο του Ferdinand Hérold του 1828 και βρήκε την κατάλληλη μουσική σύνθεση που ταίριαζε με τη χορογραφία του.

Στη συνέχεια ο Frederick Ashton ανέθεσε στο συνθέτη και μαέστρο του Royal Opera House, John Lanchbery, να ενορχηστρώσει και να επεξεργαστεί τη μουσική σύνθεση του Hérold. Ο Ashton δεν ήταν ικανοποιημένος από τη μουσική και ο Lanchbery αποφάσισε ότι η μουσική του Hérold θα μπορούσε να αξιοποιηθεί καταλληλότερα ώστε να χρησιμοποιηθεί ως θεμέλιο για μια εντελώς νέα μουσική σύνθεση, στην οποία ο Lanchbery θα συνθέσει μερικά νέα μουσικά αποσπάσματα.

Ο Frederick Ashton ήταν απογοητευμένος που το μουσικό έργο του Hérold δεν περιείχε το «Grand pas» και προς στιγμήν σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το γνωστό «La Fille mal gardée pas de deux». Ο Ivor Guest βρήκε μια σύνθεση για βιολί του pas de deux που η Fanny Elssler είχε χρησιμοποιήσει για την παράσταση της το 1837, κρυμμένο σε ένα παλιό κουτί μουσικής στην Όπερα του Παρισιού. Το απόσπασμα αυτό είναι πλέον γνωστό ως «The Fanny Elssler pas de deux».

Έτσι ο Ashton δημιούργησε την πιο αριστοτεχνική χορογραφία του για την νέα έκδοση του μπαλέτου «Κακοφυλαγμένη Κόρη». Το ότι αναβίωσε το «Pas de ruban» για την Lise και τον Colas, στο οποίο το ερωτευμένο ζευγάρι χορεύει ένα γοητευτικό pas με περίπλοκα τεχνάσματα χρησιμοποιώντας μία ροζ σατέν κορδέλα. Ο Ashton σκέφτηκε να δημιουργήσει μια εντελώς νέα χορογραφία με το pas de deux της Fanny Elssler, επινοώντας ένα θεαματικό «Grand adage» για την Lise, τον Colas και οκτώ γυναίκες με οκτώ κορδέλες. Ο Ashton συμπεριέλαβε και την πρωτότυπη σκηνή μίμησης του Petipa που είναι γνωστή ως «When I'm Married», ένα απόσπασμα που παρουσίασαν όλες οι μεγάλες μπαλαρίνες ερμηνεύοντας τον ρόλο της Lise. Διδάχτηκε αυτό το απόσπασμα από την Tamara Karsavina, την πρώην μπαλαρίνα των Αυτοκρατορικών Θεάτρων της Αγίας Πετρούπολης και του Original Ballet Russe. Η Tamara Karsavina διδάχθηκε το απόσπασμα από τον δάσκαλο της Pavel Gerdt, ενός βασικού χορευτή του Imperial Ballet που χόρεψε στο μπαλέτο μαζί με όλες τις μεγάλες μπαλαρίνες στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα, συμπεριλαμβανομένης της Virginia Zucchi.

Για να εμπνεύσει τον Lanchbery να γράψει τη μουσική για το διάσημο απόσπασμα «Clog Dance», ο Frederick Ashton έδειξε στο συνθέτη μια παράσταση με Lancashire clog χορευτές. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα χορεύει η μητέρα της Lise, η Χήρα Simone. Ο Lanchbery αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το leitmotiv για την Widow Simone από τη μουσική σύνθεση του Hertel, το μόνο μουσικό απόσπασμα του Hertel που περιείχε το μουσικό έργο του Lanchbery. Ο Ashton δημιούργησε ένα χιουμοριστικό απόσπασμα από τη μουσική αυτή για την Simone και τέσσερις χορεύτριες, στην αρχή του οποίου η Lise δελεάζει τη μητέρα της με ένα ζευγάρι τσόκαρα, στο οποίο δεν μπορεί να αντισταθεί. Έτσι ξεκινά ένα από τα διασημότερα αποσπάσματα του Frederick Ashton στο οποίο οι χορευτές χρησιμοποιώντας τσόκαρα χορεύουν sur la pointe (στις μύτες των ποδιών τους).

Η έκδοση του μπαλέτου «La Fille mal gardée» από τον Frederick Ashton του 1960 έχει παρουσιαστεί από πολλές εταιρείες μπαλέτου σε όλο τον κόσμο. Μάλιστα για πολλούς θιάσους μπαλέτου η έκδοση του Ashton έχει γίνει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό η «παραδοσιακή» εκδοχή, αντικαθιστώντας τις παραγωγές που προήλθαν από τις εκδοχές των Petipa/Ivanov/Gorsky στη Ρωσία με μουσική του Hertel. Μεταξύ αυτών των εταιρειών είναι το Bolshoi Ballet (2002) και το American Ballet Theatre (2004). Παρά το γεγονός αυτό, το διάσημο απόσπασμα «La Fille mal gardée pas de deux», το οποίο είχε ληφθεί από τις εκδόσεις των Petipa/Ivanov/Gorsky, εξακολουθεί να παρουσιάζεται στα πλαίσια παραστάσεων gala και συχνά πολλοί νέοι χορευτές επιλέγουν να ερμηνεύσουν σε διαγωνισμούς χορού.

Μετά το θάνατο του Frederick Ashton, τα δικαιώματα παρουσίασης του μπαλέτου «La fille mal gardée» πέρασαν στον Alexander Grant, τον αρχικό ερμηνευτή του ρόλου του Alain. Στην έκδοση του 1981, το ρόλο του Alain ερμήνευσε ο αδελφός του Garry Grant.

Το 2007 το Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού (Paris Opéra Ballet) κάλεσε τον Alexander Grant για να ανεβάσει την έκδοση του Ashton, η οποία παρουσιάστηκε σε πρεμιέρα στο Palais Garnier στις 22 Ιουλίου 2007, με πρωταγωνιστές τους κορυφαίους χορευτές Dorothée Gilbert ως Lise, Nicolas Le Riche ως Colas, Stéphane Phavorin ως Alain, Stéphane Phavorin ως Widow Simone και Gil Isoart ως Piper.

Ως μέρος της σύμβασης μεταξύ του BBC και του Βασιλικού Μπαλέτου που υπογράφηκε το 1961, το μπαλέτο «La fille mal Gardée» ήταν ένα από τα εννέα μπαλέτα που μαγνητοσκοπήθηκαν για την τηλεόραση και μεταδόθηκαν τα Χριστούγεννα του 1962 με το πρωτότυπο cast χορευτών.

Το 1984 η παραγωγή του Ashton μαγνητοσκοπήθηκε στο Covent Garden με πρωταγωνιστές τους κορυφαίους χορευτές Lesley Collier ως Lise και Michael Coleman ως Colas. Μια μεταγενέστερη μαγνητοσκόπηση, με τους διάσημους κορυφαίους χορευτές Marianela Nunez και Carlos Acosta, πραγματοποιήθηκε το 2005 και είναι διαθέσιμη σε DVD.

Το 1962, ο John Lanchbery κατέγραψε αποσπάσματα από τη μουσική της αναπροσαρμογής του μουσικού έργου του Hérold και το 1983 κατέγραψε την ολοκληρωμένη μουσική σύνθεση και πάλι για την εταιρεία Decca Records.

Αναβίωση από το Ballet du Rhin του πρωτότυπου έργου του 1789

Το ιστορικό παρουσίασης του μπαλέτου «Κακοφυλαγμένη Κόρη» συμπλήρωσε έναν ολοκληρωμένο κύκλο το 1993, όταν το Ballet du Rhin στη Mulhouse της Γαλλίας παρουσίασε μια αναβίωση της αρχικής παραγωγής του Dauberval του 1789. Η παραγωγή ήταν σκηνοθετημένη από τον Ivo Cramer, έναν εμπειρογνώμονα χοροθεάτρου στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου αιώνα και από τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Ballet du Rhin, Jean Paul Gravier. Μελέτησαν προσεκτικά την αρχική παραγωγή, εντοπίζοντας ένα αντίγραφο του πρωτότυπου έργου στη Στοκχόλμη, το οποίο περιγράφει την παραγωγή του 1789 καθώς και τις λεπτομέρειες για τα αρχικά αποσπάσματα μίμησης. Η αρχική μουσική σύνθεση ανασκευάστηκε και ενορχηστρώθηκε από τον μαέστρο Charles Farncombe. Ο σχεδιαστής Dominique Delouche σχεδίασε τα σκηνικά και τα κοστούμια εμπνευσμένα από τα σχέδια που χρησιμοποιήθηκαν στο πρωτότυπο έργο. Αν και η αρχική χορογραφία του Dauberval χάθηκε, ο Cramer δημιούργησε χορογραφίες στο ύφος της εποχής, με μεγάλη επιρροή από παραδοσιακούς χορούς, όπως στο πρωτότυπο έργο.  Επίσης ο Cramer ανανέωσε το φινάλε του μπαλέτου, στο οποίο οι χορευτές τραγουδούν με τη συνοδεία της μουσικής δίνοντας έμφαση στο ρεφρέν «Il n'est pas qu'un du mal au bien». Η παραγωγή παρουσιάστηκε με τον αρχικό τίτλο «Le ballet de la paille» («The Ballet of Straw»).

Χαρακτήρες

Lise: η κακοφυλαγμένη κόρη

Colas: ο νεαρός με τον οποίο είναι ερωτευμένη η Lise

Widow Simone: η μητέρα της Lise, παραδοσιακά ο ρόλος ερμηνεύεται από άντρα

Alain: ο πλούσιος μνηστήρας της Lise

Thomas: ο πατέρας του Alain

Notary: ένας συμβολαιογράφος

Farm workers: φίλοι της Lise και του Colas

Σύνοψη

Η Lise και ο Colas είναι ερωτευμένοι και θέλουν να παντρευτούν. Ωστόσο, η Χήρα Simone θέλει η Lise να παντρευτεί τον χαζό, αλλά εξαιρετικά πλούσιο, Alain και έχει κανονίσει με τον πατέρα του Alain, τον Thomas για ένα συμβόλαιο γάμου μεταξύ της Lise και του Alain. Η Widow Simone κάνει ότι μπορεί για να κρατήσει χωριστά την Lise από τον Colas, αλλά οι προσπάθειες της αποδεικνύονται ανεπιτυχείς.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου της συγκομιδής η Widow Simone και η Lise καλούνται σε πικ-νικ από τον Thomas και τον Alain. Όλοι όσοι ασχολούνται με τις γεωργικές εργασίες κρατούν μια κορδέλα και χορεύουν γύρω από ένα γαϊτανάκι και τα κορίτσια συμμετέχουν χορεύοντας το clog dance με τη Widow Simone. Ξαφνικά ξεσπάει μια καταιγίδα και όλοι τρέχουν για να βρουν καταφύγιο. Ο Alain έχει παρασυρθεί από τον άνεμο με ανοιγμένη την ομπρέλα του.

Η Widow Simone και η Lise επιστρέφουν στο σπίτι τους. Η χήρα θέλει η Lise να καθίσει στην ραπτομηχανή, αλλά η Lise την περιστρέφει ενώ χορεύει με αποτέλεσμα τον τραυματισμό της χήρας. Αργότερα, η χήρα θέλει η Lise να χορέψει και η Lise δείχνει ότι είναι δυστυχισμένη, αλλά υποχρεώνεται. Η χήρα παίρνει ένα ντέφι για να παίζει όσο η Lise χορεύει. Όταν η χήρα έχει αποκοιμηθεί, η Lise προσπαθεί να κλέψει το κλειδί από την τσέπη της χήρας προσπαθώντας να αποφύγει το ενδεχόμενο να την κλειδώσει η μητέρα της, αλλά αποτυγχάνει. Οι καλλιέργειες προσφέρονται από τους γεωργούς και η χήρα φεύγει από το σπίτι (αφού έχει κλειδώσει την πόρτα πίσω της προκειμένου να αποτρέψει την Lise να φύγει από το σπίτι). Η Lise σκέφτεται τον Colas και μιμείται τη μητέρα ενός μεγάλου αριθμού παιδιών. Φέρνοντας τη σε αμηχανία, ο Colas εμφανίζεται απότομα μέσα από τις στοιβαγμένες καλλιέργειες. Ακούγοντας την Widow Simone να επιστρέφει στο σπίτι, η Lise και ο Colas κοιτούν γύρω τους απεγνωσμένα ψάχνοντας για ένα μέρος όπου μπορεί να κρυφτεί. Μη βρίσκοντας πουθενά έναν κατάλληλο χώρο στο σαλόνι, η Lise οδηγεί τον Colas στο δωμάτιό της και εκείνη επιστρέφει στο σαλόνι λίγο πριν η Widow Simone μπει στο σπίτι. Η Widow Simone ζητά από τη Lise να πάει στο δωμάτιό της και να ετοιμάσει το νυφικό της για τον προσεχή γάμο της με τον Alain. Η Lise εκνευρισμένη προσπαθεί να παραμείνει εκεί που είναι, αλλά η Widow Simone τη σπρώχνει στο δωμάτιό της και κλειδώνει την πόρτα.

Ο Thomas φτάνει με το γιο του Alain (ο οποίος εξακολουθεί να κρατά την ομπρέλα του). Συνοδεύονται από ένα συμβολαιογράφο ο οποίος πρόκειται να είναι μάρτυρας στο γάμο. Οι γεωργοί - φίλοι της Lise και του Colas καταφθάνουν επίσης. Η Widow Simone δίνει στον Alain το κλειδί του δωματίου της Lise. Όταν ο Alain ξεκλειδώνει την πόρτα του δωματίου της Lise, η Lise εμφανίζεται φορώντας το νυφικό της συνοδευόμενη από τον Colas. Ο Thomas και ο Alain το εκλαμβάνουν ως αδίκημα και ο εξοργισμένος Thomas σκίζει το γαμήλιο συμβόλαιο. Ο Thomas, ο Alain και ο συμβολαιογράφος φεύγουν από το σπίτι. Η Lise και ο Colas τότε ικετεύουν τη Widow Simone να δεχτεί το γάμο τους. Η αγάπη νικά και η χήρα υποχωρεί.  Όλοι γιορτάζουν για την ευτυχία της Lise και του Colas, στη συνέχεια αποχωρούν αφήνοντας το σπίτι ήσυχο και άδειο μέχρι που επιστρέφει ο Alain για να πάρει την ομπρέλα του, την οποία είχε κατά λάθος άφησει πίσω. Έτσι ο Alain είναι επίσης ευτυχισμένος με τον έρωτα της ζωής του - την ομπρέλα του.

Πηγή πληροφοριών: Wikipedia.org

Πηγή εικόνας: bolshoi.ru

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Raymonda Jewels »
επιστροφή στην κορυφή